Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η εκλογική περιφέρεια

  • 1 округ

    округ м η περιοχή, η περιφέρεια· избирательный \округ η εκλογική περιφέρεια· автономный \округ η αυτόνομη περιοχή
    * * *
    м
    η περιοχή, η περιφέρεια

    избира́тельный о́круг — η εκλογική περιφέρεια

    автоно́мный о́круг — η αυτόνομη περιοχή

    Русско-греческий словарь > округ

  • 2 округ

    α.
    περιοχή, περιφέρεια•

    административный округ διοικητική περιοχή•

    военный округ στρατιωτική περιοχή•

    избирательный округ εκλογική περιφέρεια•

    учебный округ εκπαιδευτική περιφέρεια•

    судебный округ δικαστική περιφέρεια.

    окру/г
    επίρ. κ. πρόθ. (παλ. κ. απλ.)
    βλ. вокруг, кругом.

    Большой русско-греческий словарь > округ

  • 3 избирательный

    επ.
    1. εκλογικός•

    -ое право εκλογικό δικαίωμα•

    -ая кампания εκλογική καμπάνια•

    избирательный участок! εκλογικό κέντρο•

    избирательный бшле-тнь ψηφοδέλτιο•

    избирательный список εκλογικός κατάλογος•

    -ая система εκλογικό σύστημα•

    избирательный закон εκλογικός νόμος•

    избирательный округ εκλογική περιφέρεια.

    2. της ευαισθησίας οργάνου (συσκευής).

    Большой русско-греческий словарь > избирательный

  • 4 округ

    округ
    м ἡ περιοχή, ἡ περιφέρεια:
    избирательный \округ ἡ ἐκλογική περιφέρεια· национальный \округ ἡ ἐθνική περιοχή· военный \округ ἡ στρατιωτική περιοχή.

    Русско-новогреческий словарь > округ

См. также в других словарях:

  • περιφέρεια — Ο όρος δηλώνει την καμπύλη του επίπεδου, που σήμερα επικράτησε να λέγεται κύκλος. * * * η, ΝΜΑ [περιφερής] 1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια τού κύκλου, η κλειστή καμπύλη τής οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • περιφέρεια — η 1. κλειστή κυκλική γραμμή: Η περιφέρεια του κύκλου. 2. μτφ., εδαφική έκταση όπου ασκείται η εξουσία κάποιας αρχής: Εκπαιδευτική περιφέρεια. – Εκλογική περιφέρεια. 3. διαστάσεις του γλουτού κυρίως της γυναίκας: Έχει μεγάλη περιφέρεια, γι αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • μονοεδρικός — ή, ό 1. αυτός που έχει μία μόνον έδρα 2. φρ. «μονοεδρική περιφέρεια» εκλογική περιφέρεια στην οποία εκλέγεται μόνον ένας βουλευτής …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Κατσέλη, Νόρα — (Αθήνα 1946 –). Ηθοποιός και βουλευτής. Σπούδασε στην δραματική σχολή Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1967. Καθιερώθηκε κυρίως μέσα από το θέατρο, συνεργαζόμενη με πλήθος συναδέλφων της, όπως τους Μυράτ, Ηλιόπουλο, Βουτσά, Χατζηχρήστο και… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»